Η αισθητική της Χάριτος ή
η ομορφιά ως σωτηρία

 

του Δημήτρη Λαλούση

 

 

Υπάρχουν μέσα στις πόλεις κάποιοι ακάλυπτοι χώροι, κάποιοι ξεχασμένοι χώροι. Κάποια οικόπεδα που έχουν ιδιοκτησιακές ιδιαιτερότητες, ίσως,  τέτοιες που καθιστούν δύσκολο το να πουληθούν. Πρόκειται για χώρους παρατημένους στην τύχη τους που συχνά αντιμετωπίζονται και σαν σκουπιδότοποι. Μπορείς να δεις μέσα τους εγκαταλελειμμένα κουφάρια παλιών αμαξιών, ψυγείων, βαρκών κ.λ.π.

 

Η βλάστηση σε αυτούς τους χώρους είναι εντελώς αυθόρμητη, φυσική και ελεύθερα, εκστατικά αναπτυσσόμενη. Μια αναρχία που εντούτοις έχει μια δική της, μη εξαντλήσιμη από μια οποιαδήποτε διανοητική αποκωδικοποίηση, τάξη και αρμονία. Τα πάντα εντός των χώρων αυτών αλληλοπεριχωρούνται, χωρίς όμως να υπόκεινται στην λογική κάποιου ‘τετραγωνισμού’. Η ασυμμετρία εκεί είναι νόμος. Ένας νόμος όμως που λόγω της ίδιας του της φύσης  δεν αποκλείει ακόμη και αυτήν, την συμμετρία. Μέσα στο απόλυτα ασύμμετρο δεν μπορεί να τίθεται θέμα αποκλεισμού διότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε ήδη την παρείσφρηση μιας συμμετρίας που θα νόθευε την αυθεντική ασυμμετρία και ελευθερία. Θα έμπαινε δηλαδή κάποιος ‘νόμος’ που θα χάλαγε την τελεία αναρχία. Εκεί πλέον δεν θα υπήρχε περιθώριο για το ‘όπου θέλει πνεί’ (Ιωάν. 3,8) του Άναρχου και Ατελεύτητου στις εκδηλώσεις της σοφίας Του.  Θα υπήρχε οι έκπτωση σε  ‘αριθμούς’, σε φαντασιακές διανοητικές αφαιρέσεις δηλαδή, που να μπορούν να φορμουλάρονται έτσι ώστε να μπορούν να ελέγχονται, με απώτερο βέβαια σκοπό να εξουσιάζονται.

 

Οι χώροι αυτοί λοιπόν είναι τα εναπομείναντα ‘ιερά’ όπου τελεσιουργείται, σε ένα πολεοδομικό τουλάχιστον επίπεδο, το ακατανόητο, το ανεξέλεγκτο της θείας τάξης. Με τους χώρους αυτούς επιβεβαιώνεται περίτρανα -για όσους διασώζουν εννοείται την ενάργεια του να το διακρίνουν συνειδητά, διότι ασυνείδητα όλοι το διακρίνουν - ότι ο Θεός βρίσκεται σους ‘έσχατους’, ‘ελάχιστους’ και ‘ταπεινούς’ σε αυτούς που θεωρούνται ‘άχρηστοι’ και ‘σκουπίδια’.

 

Αυτοί οι χώροι είναι όμορφοι. Εξω-φρενικά όμορφοι. Μυστηριώδεις και ανεξάντλητοι. Σου προκαλούν αίσθηση ηρεμίας και μιας πολύ βαθιάς αισιοδοξίας αλλά, ταυτόχρονα, και αίσθηση μιας πολύ διαπεραστικής μελαγχολίας. Είναι πράοι και γλυκείς αλλά, σαφώς, και πένθιμοι. Είναι εκστατικοί αλλά και ησύχιοι, σε μέθη αλλά και σε πλήρη νηφαλιότητα. Οι αντιθέσεις βρίσκονται, εντός αυτών, σε μια γαμήλια ευωχία. Είναι ποίηση  ένσαρκωμένη σε χώμα, χόρτα, λουλούδια, θάμνους, δέντρα, κλαδιά και φύλλα. Και είναι σπάνιοι όπως οι αφτιασίδωτες γυναίκες (δεν είναι τυχαίο που η γυναίκα σε όλες σχεδόν τις πανάρχαιες πολιτισμικές-θρησκευτικές παραδόσεις θεωρείται συγγενής με την γη, με την εκδηλωμένη, ένσαρκη εκδοχή της σοφίας του Θείου, που είναι η κτίση). Μπορούν να σου φέρουν στον νου, συνειρμικά, κάποιες μάγισσες και κάποιους μάγους παραδοσιακών παραμυθιών, ασπρισμένων αφημένων σε βαθμό ενοποίησης με την παρθενικότητα, με το αυτοφυές του δάσους που μυούν τους ήρωες στα της επαφής με αυτό που υπάρχει, ζει και ενεργεί πέραν του ανθρωποποίητου. Πρόσωπα απρόβλεπτα, όπως ακριβώς ή ζωή, που διδάσκουν αλλά και που είναι αδέκαστα απέναντι στην ύβρη, το θράσος και την προσβολή.  

 

Στις ημέρες μας οι χώροι αυτοί, όπως και οτιδήποτε δεν είναι φτιασιδωμένο και ‘βιτρινιάρικο’, τελούν  υπό  βάναυσο διωγμό. Οι «μοντέρνοι» δήμαρχοι και εργολάβοι -συνοδεία  όλης της αγέλης των νεοπλούτων «καθωσπρέπει πολιτών»-  είναι ορκισμένοι στο να μην αφήσουν ούτε μια σπιθαμή γης που να μην έχει ‘τετραγωνιστεί’, ούτε μια γωνιά που να θυμίζει παρουσία Θεού. Η απομυστηριοποίηση-απομάγευση του κόσμου είναι, πια, από τα πλέον ‘καθιαγιασμένα’ αυτονόητα του σύγχρονου λεγόμενου «πολιτισμού».

 

Ο φόβος του αχειροποιήτου και, συνεπώς, των αυθόρμητων εκδηλώσεων της φύσης είναι ίδιον του πεπτοκώτος, αποκεκομμένου από τον Θεό ανθρώπου που διακρίνει -ασυναίσθητα εν πολλοίς- σε αυτές ότι ο κόσμος αυτός έχει μια δική του τάξη.  Μια τάξη όμως που δεν μπορεί, εν τέλει , να την ελέγξει πλήρως, ότι και αν σκαρφιστεί. Είναι κάτι που του υπομιμνήσκει μόνιμα ότι ο κόσμος αυτός δεν είναι υπό την κυριαρχία του. Και έτσι την φοβάται. Μη μπορώντας δε να κάνει διαφορετικά προτιμάει να  ξεχάσει την προφανή -όσο τίποτα άλλο- πραγματικότητα αυτή και επιδίδεται στο να οργανώσει τον χώρο του με τρόπο τέτοιο που να συντελέσει με τον αποτελεσματικότερο τρόπο στην καθιέρωση της αυτό-επιβεβλημένης λήθης του.

 

Έτσι, η βλάστηση αποψιλώνεται, για να ‘έχουμε ορατότητα’, δηλαδή να ελέγχουμε. Τις νύχτες γίνεται απόπειρα να φωτιστεί με τεχνητό φωτισμό κάθε σκοτεινή γωνιά, μετατρέποντας τον κόσμο σιγά-σιγά σε ένα απέραντο στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου τα πάντα θα τελούν υπό επιτήρηση. Η θέα του έναστρου ουρανού καταστρέφεται διότι το αχανές του μας τρομάζει θυμίζοντας την ερεβώδη μηδαμινότητα και άγνοιά μας. Ανοίγουν στην διαπασών τα μεγάφωνα, για να ξεχαστεί η υπομιμνήσκουσα το άγνωστο, την μυστηριακή, μη εξουσιάσιμη ιδιότητα της υπάρξεως, σιωπή. Και τεχνουργούνται νέες εξωραϊστικές της λήθης αυτής συλλογικές ιδεοληψίες-θρησκείες όπως ο «εκσυγχρονισμός» και η «ανάπτυξη» (ανάπτυξη προς τι; -πρόκειται για ερώτημα που πρέπει να σκεφτούν καλά όλοι αυτοί οι «προφήτες» της «ανάπτυξης»).

 

Στην συνείδηση του  αποκεκκομένου από τον Θεό ανθρώπου το σύμπαν μέσα στο οποίο βρίσκεται δεν είναι οργανική προέκταση του εαυτού του, δεν υπόκειται σε μια ενιαία αρχή, σε έναν Λόγο στον οποίο υπόκειται και ο ίδιος. Εν τούτοις καταφανώς κινείται. Έχει -ή μάλλον σφύζει- από ζωή, είναι απρόβλεπτο και άρα εχθρικό. Έτσι, η αμυντική μεθόδευση-θωράκιση απέναντί του είναι απαραίτητη. Επειδή όμως η πλήρης θωράκιση απέναντί στο απρόβλεπτό της φύσεώς του είναι καταφανώς αδύνατη, η μόνη εναπομένουσα λύση είναι να ξεχαστεί το όλο ζήτημα, ει δυνατόν καθ’ολοκληρίαν. Και για να ξεχαστεί χρειάζεται θόρυβος πολύς, οπτικώς τε και ακουστικώς, διανοητικώς τε και συναισθηματικώς. Χρειάζεται θόρυβος ανθρωποδημιούργητος, ‘χειροποίητος’ για να τεχνουργηθεί η ψευδαίσθηση ότι το ‘Άλλο’ δεν υπάρχει, ότι το μόνο υπάρχων είναι ο δικός μας θόρυβος, αυτό που φτιάξαμε εμείς - και που συνεπώς ελέγχουμε.

 

Το ‘Άλλο’ όμως δεν παύει να είναι εκεί και να ενεργεί. Όλο και θα εισβάλλει όλως απροσδόκητα. Κάποιος καρκίνος, κάποια κρίση εμφράγματος, κάποιο αυτοκινητιστικό δυστύχημα, κάποιο φαινόμενο ‘Έιτζ’ ή ‘Τρελών Αγελάδων’. Και τότε οι προσπάθειες για την λήθη θα ενταθούν ακόμη περισσότερο. Μέχρι τελικής αποκοπής από την πραγματικότητα.  Μέχρι το ρίζωμα μιας πλήρους φαντασιοληψίας  σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο που ποιος ξέρει που θα οδηγήσει. Σε κανέναν λοιμό (λόγω καταστροφής του οικοσυστήματος), σε κανέναν πόλεμο (λόγω υπεραύξησης της έντασης και ταραχής). Ποιος ξέρει;

 

Και το ‘Άλλο’ «εισβάλλει» λόγω του ότι εμείς το θεωρήσαμε ξένο και αυτό-περιχαρακωθήκαμε, τραβήξαμε σύνορα απέναντί και εναντίον του. Θέμα εισβολής τίθεται μόνο όταν υπάρχουν σύνορα. Όταν δεν υπάρχουν σύνορα ποιος να εισβάλλει πού;

 

Λίγο να παύαμε να το φοβόμασταν και να του ανοιγόμασταν θα εκδήλωνε αμέσως την ενότητά του μαζί μας. Μαζί με όλα όσα συνεπάγεται μια τέτοια εκδήλωση. ‘Δια τούτο λέγω υμίν, μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε, μηδέ τω σώματι υμών τι ενδύσησθε…’ (Ματθ. 6,25), ‘ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθίσεται υμίν’ (Ματθ. 6,33).  Αφού Αυτού ‘έστιν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα εις τους αιώνας’ (Ματθ. 6,13).

 

Η παραίτηση, η εγκατάλειψη στην άναρχα και ανερμήνευτα, οργανικώ -και όχι τεχνικώ- τω τρόπω  τακτοποιητική ενέργεια αυτού του ‘Άλλου’ (που εν τέλει είναι μέρος του και ο ίδιος μας ο εαυτός, ψυχή τε και σώματι) συνιστά, συν τοις άλλοις, μια αισθητική. Μια αισθητική του αφτιασίδωτου, του οργιώδους και εκστατικού. Μια αισθητική που θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε και να την ονομάσουμε ως ‘αισθητική της Χάριτος’. Πρόκειται για μια αισθητική που συνιστά και την μόνη θεραπεία του συνόλου της υπάρξεως. Το κάλλος δηλαδή ως σωτηρία. Η ομορφιά που θα σώσει τον κόσμο, κατά Ντοστογιέφσκι. Η αισθητική της ομορφιάς των ‘κρίνων του αγρού’ που η ομορφιά των πλέον ακριβών ενδυμάτων του Σολομώντα ωχριά μπροστά τους (Ματθ.6,28, Λουκ,12,27). 

 

Το θέμα της αισθητικής φαντάζει, εκ πρώτης όψεως, σχεδόν πάντα ως πολυτέλεια. Δεν είναι όμως. Όλως αντιθέτως, είναι κάτι που πρέπει να προβληματιστούμε πολύ  μα πάρα πολύ μαζί του. Είναι θέμα ζωής και θανάτου, όσο παρατραβηγμένο και αν ακούγεται κάτι τέτοιο. Είναι θέμα ζωής και θανάτου, εξ’ όλων των απόψεων. Το πως φαίνεται, το πώς είναι εξωτερικά κάτι, μας πληροφορεί για το τι συμβαίνει στο υπαρξιακό του βάθος και αντιστρόφως. Το αν θάλλει ή όχι ένα φυτό έχει να κάνει με το τι συμβαίνει στην ρίζα του αλλά, επίσης, και αντιστρόφως. Αφού η ρίζα με το υπόλοιπο όλο δεν αποτελούν παρά μια αδιάσπαστη οργανική ενότητα.

 

3 Μαϊου 2006 Αθήνα

 

Αρχική Σελίδα

 

Επικοινωνήσετε με τον Δημήτρη Λαλούση