Προγαμιαία και Άλλα…

 

 

του Δημήτρη Λαλούση

 

   Η διατήρηση της περίφημης προγαμιαίας παρθενίας, αποτελεί, σίγουρα, ένα στοιχείο μιας ηθικής ενός προ-αστικού ή, τουλάχιστον, προ-βιομηχανικού κόσμου. Ενός κόσμου εντός του οποίου η έννοια του ‘σχολείου’ ήταν αν μη τι άλλο μια πολυτέλεια προοριζόμενη για τους πολύ λίγους, πόσο μάλλον το ‘πανεπιστήμιο’ και οι συναφείς σπουδές. Ήταν στοιχείο μιας κοινωνίας όπου η ‘ενηλικίωση’ μπορούσε και άρχιζε σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και από τα δώδεκα χρόνια (ιδίως στα κορίτσια). Σε μια τέτοια κοινωνία οι δεκαοχτάχρονες κοπέλες που είχαν μείνει ανύπαντρες θεωρούνταν ήδη να έχουν ‘μείνει στο ράφι’ - παρεκτός και αν τις έπαιρνε κανένας πολύ μεγάλος στην ηλικία που να είχε χηρέψει.

 

   Στους καιρούς αυτούς το ότι ένας νέος ή μια νέα ηλικίας δεκατεσσάρων- δεκαέξι ετών θα έχουν σεξουαλικές ορμές (και δη στην πιο ακμαία τους εκδοχή) θεωρούνταν αυτονόητο. Γι’ αυτό, εξ’ άλλου, οι ηλικίες αυτές θεωρούνταν ηλικίες γάμου. Πράγμα ευνόητο αφού η βίωση των φυσικών αυτών ορμών και αναγκών θα έπρεπε να τακτοποιηθεί και κοινωνικο-θεσμικά έτσι ώστε να υπάρξει και ένα πλαίσιο κοινωνικής αντιμετώπισης των παρεπομένων της (εγκυμοσύνη, παιδιά κ.λ.π.).   

 

   Η βίαιη αστικοποίηση που προέκυψε από τους ταχύτατους ρυθμούς της βιομηχανικής επανάστασης δημιούργησε την ανάγκη ύπαρξης πολιτών κατάλληλα εκπαιδευμένων για την ένταξη στο νέο κοινωνικό γίγνεσθαι.  Το αλληλένδετο της απόκτησης διακρατικής  πυγμής με το μέγεθος της βιομηχανικής ισχύος έκαναν τα πράγματα να κυλήσουν με την μορφή μιάς χιονοστιβάδας που αγνόησε παντελώς τους φυσικούς ρυθμούς της ανθρώπινης φύσης. Έτσι φτάσαμε στο σημείο , στις μέρες μας, το όριο της ‘ενηλικίωσης’ να μετατοπιστεί αυθαίρετα μέχρι και στα εικοσιπέντε και παραπάνω (τότε περίπου τελειώνει, υπό κανονικές συνθήκες, η απλή φοίτηση στο πανεπιστήμιο). Σε μια ηλικία δηλαδή που βάσει των κριτηρίων της προβιομηχανικής εποχής το να μένει κάποιος άγαμος θα συνιστούσε καθαρή ανωμαλία και, σε περίπτωση που κηρύττονταν ως κάποια κοσμοθεωρητική θέση, ύβρη.

 

   Η Εκκλησία μην μπορώντας να βρει κάποια κατάλληλη λύση -και αρνούμενη να ομολογήσει την τεράστια δυσκολία της στο να βρει λύση-  απέναντι στα νέα κοινωνικά δεδομένα προτίμησε να ‘θάψει’ το πρόβλημα, και να συμπεριφερθεί σαν να μην υπήρξε. Έτσι ταυτιζόμενη πλήρως με το νέο κοινωνικό μοντέλο μετατόπισε και αυτή το όριο ‘ενηλικίωσης’ του ανθρώπου, σαν να μην συνέβαινε τίποτα το σοβαρό.

 

   Έτσι φτάσαμε στην εποχή μας όπου το υπό την μορφή των προγαμιαίων σχέσεων ξεχείλισμα των πλέον φυσικών - και Θεοσύστατων εννοείται - ροπών του ανθρώπου να αντιμετωπίζεται από ανθρώπους που διατείνονται ότι είναι ‘άνθρωποι της Εκκλησίας’ ως η «διαφθορά της σύγχρονης νεολαίας», το «σημείο των χαλεπών εσχάτων καιρών» κ.λ.π.

 

   Η Εκκλησία αντί να ενοχοποιεί και να συμβάλλει στην δημιουργία περαιτέρω νευρώσεων (συλλογικών τε και ατομικών) οφείλει να αναγνωρίσει την ύπαρξη του προβλήματος στις πραγματικές του διαστάσεις και να αναζητήσει κάποια λύση με όλη την ταπείνωση που συνεπάγεται η τίμια ομολογία της τεράστιας, πράγματι, δυσκολίας που παρουσιάζει η αντιμετώπισή του.

 

   Μάλιστα, αν αναλογιστεί κανείς το τεράστιο ποσοστό εκτρώσεων που γίνονται, σύμφωνα με τα δεδομένα των πρόσφατων στατιστικών, από μαθήτριες και φοιτήτριες στον τόπο μας, το εμμένειν σε μια τακτική ‘στραβών ματιών’ απέναντι στο πρόβλημα αυτό παίρνει και διαστάσεις έμμεσης συνεργίας σε γεγονός μαζικού εγκλήματος και μαζικής δολοφονίας.

 

   Η άγνοια των ταλαίπωρων αυτών κοριτσιών -που υποδηλώνει το εν λόγω φαινόμενο- δεν είναι άμοιρο της διαιώνισης του θέματος αυτού, που διαπραγματευόμαστε στο παρών κείμενο, ως ενός κοινωνικού ταμπού με την συμβολή, εν πολλοίς, των μονίμως στρουθοκαμηλιζόντων μυαλών κάποιων «ανθρώπων και ιθυνόντων της Εκκλησίας».

 

   Πολλοί είναι αυτοί που μιλάνε -και δικαίως- για τις προκλήσεις που θέτει η μετα-νεωτερική εποχή στις παραδοσιακές περί ηθικής αντιλήψεις της Εκκλησίας. Αλλά εδώ, πολύ πριν την ενασχόληση με τις νέες αυτές προκλήσεις, υπάρχουν ζέοντα θέματα προς αντιμετώπιση που έχουν αγνοηθεί αιώνες τώρα. Θέματα πολύ σοβαρά που αφορούν τα πλέον στοιχειώδη  της ψυχοσωματικής μας ακεραιότητας και υγείας. Θέματα που, τις περισσότερες φορές, όταν φτάνει ο άνθρωπος σε ηλικία του να τα κατανοήσει (αν πρόκειται, βέβαια, να τα κατανοήσει), είναι ήδη τραυματισμένος βαριά, σε βαθμό που η υπόλοιπή του ζωή του υπόσχεται, στην καλύτερη των περιπτώσεων, την πνευματική ηρεμία ενός αναπήρου που έχει συμφιλιωθεί με την αναπηρία του.

 

       Αρχική Σελίδα